- πομπευτήριος
- πομπ-ευτήριος, α, ον,A of or for a procession, D.H.Dem.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πομπευτήριος — ία, ον, Α αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα τήριος (πρβλ. βουλευ τήριος)] … Dictionary of Greek
πομπευτηρίων — πομπευτήριος of fem gen pl πομπευτήριος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
πομπευτικός — ή, όν, Α [πομπεύω] 1. πομπευτήριος* 2. (στη μετρική) ο. μετρικός πόδας παλιμβάκχειος … Dictionary of Greek